προσαποφαίνω
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
show or prove besides, Pl.Plt. 287a:—Med., Arist.Metaph.1089b16, Plu.2.152b.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu zeigen. darthun, Plat. Polit. 287 a u. Plut., auch med.
French (Bailly abrégé)
déclarer ou exposer en outre;
Moy. προσαποφαίνομαι m. sign.
Étymologie: πρός, ἀποφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
προσαποφαίνω: тж. med. сверх того показывать Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποφαίνω: ἀποφαίνω, ἀποδεικνύω προσέτι, Πλάτ. Πολιτ. 287Α. ― Μέσ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 15, Πλούτ. 2. 152Β.
Greek Monolingual
Α
(το ενεργ. και μέσ.) αποδεικνύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποφαίνω / -ομαι «αποκαλύπτω, επιδεικνύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποφαίνω ook nog aantonen.