πρόσδετος

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ον,

   A tied to a thing, μετώποις, λίθῳ, E.Rh.307, APl.4.147 (Antiphil.).    II fixed, Heliod. ap. Orib. 49.2.3.

German (Pape)

[Seite 755] angebunden; Eur. Rhes. 307, τινί, z. B. λίθῳ, Antiph. 13 (Plan. 147).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσδετος: -ον, δεδεμένος πρός τι πρᾶγμα, τινι Εὐρ. Ρῆσ. 307, Ἀνθ. Πλαν. 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché à.
Étymologie: προσδέω¹.

Greek Monolingual

-ον, Α προσδέω (Ι)]
1. ο δεμένος με κάτι
2. στερεωμένος, καρφωμένος.