προσεμπλάσσω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A mix in an ingredient as well, Aët.12.67.

Greek Monolingual

Α ἐμπλάσσω
αναμιγνύω επί πλέον ένα στοιχείο σε ένα μίγμα.