ἐμπλάσσω
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
Att. ἐμπλάττω,
A plaster up, τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐ. Hdt.2.73; ἀσφάλτῳ ἐμπλασθείς Str.16.1.15.
2 stuff in, κηρὸν εἴς τι Arist.Pr.919b9.
3 stop up, τὰ φλέβια, Thphr. Sens.66; clog the teeth of a saw, Id.HP5.6.3:—Pass., -πλασσομένων τῶν πόρων Id.Sens.14.
4 form in, κηρία ἔν τινι D.C.78.25.
5 cause to adhere, τῇ γαστρὶ χυμόν Gal.6.428:—Pass., Id.15.204.
b abs., to be viscous, Id.6.495.
II Pass., have an impression left or made, Hp.Mul.2.116, al.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [aor. inf. ἐμπλάσαι Hp.Mul.2.162]
A 1emplastar, recubrir c. ac. y dat. instrum. o ἐν y dat. σμύρνῃ δὲ ἄλλῃ ἐμπλάσσειν τοῦτο (ᾠόν) que lo recubrió (el huevo) con el resto de la mirra el ave fénix, Hdt.2.73, τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐμπλάσσοντα Hdt.2.73
•ref. naves calafatear en v. pas. πλοῖα ... ἐμπλασθέντα δ' ἀσφάλτῳ πυκνοῦσθαι Str.16.1.15.
2 medic. emplastar, aplicar como emplasto c. ac. y a veces dat. καρπὸν ... κηρῷ Hp.Mul.1.77, κύμινον Hp.Mul.2.189, τὰ φάρμακα Hp.Vlc.4, cf. Archig. en Gal.12.676, Gal.10.196, 13.932, PMag.7.202, c. εἰς y ac. del soporte del emplasto τοῦτ' ἐμπλάσαι εἰς εἴριον Hp.l.c., εἰς ῥάκος Archig. en Gal.13.219, ἔμπλασσε εἰς δέρμα ἢ ὀθόνιον PSI 1180.40 (II d.C.), en v. pas. Gal.12.880
•untar ἐς δὲ τὰς ῥῖνας, τοῦ φαρμάκου ... λαβόντα τῇ μήλῃ ἐμπλάσαι Hp.Mul.2.126
•fijar internamente c. ac. y dat. loc. ἐμπλάττει τῇ γαστρὶ τὸν φλεγματώδη χυμόν el ajenjo, Gal.6.428, en v. pas. Gal.15.204.
3 introducir una materia plástica, rellenar o taponar con c. ac. y εἰς y ac. εἰς τὴν ὑπάτην ἄκραν κηρὸν ἐμπλάττουσι rellenan con cera hasta lo más alto de la hipate en la flauta, Arist.Pr.919b9
•sólo c. ac. taponar, obstruir τὰ φλεβία Thphr.Sens.66 (= Democr.A 135), ἐνέχεται ἐν τοῖς ὀδοῦσι τὰ πρίσματα καὶ ἐμπλάττει el serrín se queda entre los dientes (de la sierra) y los obstruye, e.e., ocupa las hendiduras entre dientes, Thphr.HP 5.6.3, en v. pas. αἱ ῥῖνες ξηραί τε καὶ ἐμπεπλασμέναι εἰσίν Hp.Mul.2.133, πάντ' ἐμπλάσσεται por el flujo, Hp.Mul.1.11, ὑπὸ τοῦ ἀέρος ἐμπλαττομένων τῶν πόρων Thphr.Sens.14 (= Emp.A 86).
B intr.
I tener consistencia glutinosa, aglutinarse como de papilla o masa ἰστέον ... τοῦτο τὸ ἔδεσμα τῶν ἐμπλαττόντων ὑπάρχον Gal.6.495.
II en v. med.
1 obstruirse el paso, estorbarse, aglomerarse c. dat. de pers. Καρχηδόνιοι ἀλλήλοις ἐμπλασσόμενοι Plb.Fr.135
•medic. taponarse, obstruirse αἱ ῥῖνες ... ἐμπλάσσονται Hp.Vict.3.70, cf. Acut.(Sp.) 40.
2 medic. formarse una depresión o huella ἢν πιέζῃς τῷ δακτύλῳ, ἐμπλάσσεται ὥσπερ ἐν σταιτί si presionas con el dedo (sobre un miembro inflamado), se forma una huella como en la masa Hp.Mul.2.116, cf. 118, 120.
3 tomar forma ὕπερ γένυας ... ἀφρὸς ... ἐμπλάσσεται sobre las fauces toma forma una espuma al ingerir cierto veneno, Nic.Al.79.
German (Pape)
[Seite 814] att. -πλάττω (s. πλάσσω), darin-, darausstreichen, -schmieren; ἐν σμύρνῃ Her. 2, 73; Arist. u. Sp.; πλοῖα ἐμπλασθέντα ἀσφάλτῳ Strab. XVI p. 743; verstopfen, πόρους, Gal.; darin bilden, μέλισσαι κηρία ἐν ἀγορᾷ ἐνέπλασαν D. Cass. 78, 25; eindrücken, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμπλάσω, ao. ἐνέπλασα;
modeler dans ; enduire : ἔν τινι de qch.
Étymologie: ἐν, πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλάσσω: атт. ἐμπλάττω замазывать, обмазывать (τινὰ ἐν σμύρνῃ Her.): ἐ. τὸν κηρὸν εἴς τι Arst. замазывать что-л. воском.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -πλάσω: ᾰ: - πλάσσω ἐντός τινος, ἐντίθημι, περικλείω, κομίζειν τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐμπλάσσοντα, περὶ τοῦ πτηνοῦ φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73· ἐπαλείφω, ἐμπλασθέντα (τὰ πλοῖα) ἀσφάλτῳ Στράβων 743. 2) προσκολλῶ, ἐπικολλῶ, τὸν κηρὸν ἐμπλάττουσι Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2. 3) ἐμφράττω, στουπώνω, τοὺς πόρους, τὰ φλέβια Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66, κτλ. 4) σχηματίζω τι ἔν τινι, καὶ μέλισσαι κηρία ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ βοαρίᾳ ἐνέπλασαν Δίων Κ. 78. 25. ΙΙ. παθ., ἐμπλάσσομαι, λαμβάνω τὸν τύπον τινός, καὶ ἢν πιέζῃς τῷ δακτύλῳ ἐμπλάσσεται ὥσπερ ἐν σταιτὶ Ἱππ. 641. 16 καὶ 51., 643. 48.
Greek Monolingual
ἐμπλάσσω και ἐμπλάττω (Α)
1. περικλείω, περιβάλλω
2. σχηματίζω, διαμορφώνω
3. προσκολλώ, επικολλώ
4. φράζω, στουπώνω
5. είμαι εύπλαστος.
Greek Monotonic
ἐμπλάσσω: μέλ. -πλάσω [ᾰ], βουλώνω, μπαλώνω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -πλάσω
to plaster up, Hdt.
Léxico de magia
emplastar, hacer un emplasto ἐμπλάσας (τὸ δέρμα) ἐπίθες τῷ κροτάφῳ emplasta el pergamino y póntelo en la frente P VII 202