προσεπικτώμαι
Greek Monolingual
-άομαι, ΜΑ
αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.)
αρχ.
προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [[[τινάς]]]»>, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»].
-άομαι, ΜΑ
αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.)
αρχ.
προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [[[τινάς]]]»>, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»].