προσκαθιδρύω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A place upon, περίαπτα ξοάνοις Ph.2.559 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθιδρύω: τοποθετῶ ἐπί τινος, τινί τι Φίλων 2. 559.

Greek Monolingual

Α
τοποθετώ κάτι σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθιδρύω «τοποθετώ, βάζω»].