προσκαταλύω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A undo or dissolve besides, D.C.47.32; complete the ruin of, Lib.Or.28.15.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταλύω: διαλύω προσέτι, Δίων Κ. 47. 32.

Greek Monolingual

Α
1. καταλύω επί πλέον
2. διαλύω επί πλέον
3. ολοκληρώνω μια καταστροφή («τὸν ἀπειρηκότα αὐχένα μείζονι κακῷ τούτῳ προσκατέλυε», Λιβάν.).