προσεπιπέμπω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A send to besides, λογοθέτας Procop.Arc.18.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιπέμπω: ἐπιπέμπω προσέτι, Προκοπ. Ἀνέκδ. σ. 54Β.

Greek Monolingual

Μ ἐπιπέμπω
αποστέλλω επίσης, στέλνω επί πλέον («τοὺς λογοθέτας προσεπιπέμπω», Προκ.).