προσκατακτείνω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A kill besides, v.l. for προσαπο-, Palaeph. 31.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατακτείνω: κατακτείνω, φονεύω προσέτι, Παλαίφ. 32.

Greek Monolingual

Α
φονεύω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατακτείνω «φονεύω»].