κατακτείνω

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακτείνω Medium diacritics: κατακτείνω Low diacritics: κατακτείνω Capitals: ΚΑΤΑΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: katakteínō Transliteration B: katakteinō Transliteration C: katakteino Beta Code: kataktei/nw

English (LSJ)

Ep. fut. -κτενέω, in 3sg. -κτενεῖ Il.23.412; -κτᾰνέω 6.409: aor. 1 κατέκτεινα Hom. (in all moods but ind.), SIG58.7, al. (Miletus, v B. C.): aor. 2 κατέκτᾰνον Il.6.204, etc., Ep. imper. κάκτανε ib.164: poet. aor. 2 κατέκτᾰν, ας, a, Il.4.319, al., A.Eu.460, Fr.181, 221; Ep. inf. κακτάμεναι Hes.Sc.453, κατακτάμεν Il.15.557; part. κατακτάς ib.335, Od.15.224, A.Th.965 (lyr.), E.IT715: pf. κατέκτονα A.Eu.587:—Pass., fut. Med. in pass. sense κατακτανέεσθε Il.14.481 codd. (-κτενέεσθε Cobet): aor. κατεκτάθην [ᾰ], 3pl. -θεν 5.558, etc.; part. Med. κατακτάμενος (in pass. sense) Od.16.106; but κατθανεῖν is freq. used as Pass. to this Verb:—kill, slay, freq. in Ep. and Trag., Il.cc.; rare in Prose, Heraclit.56, Hdt.2.75, SIG l.c., X.Hier.6.14, 7.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κτείνω), fut. κατακτενῶ, ion. κατακτανῶ, ep. κατακτανέω; aor. vorherrschend I. κατέκτεινα, mehr poetisch II. κατέκτανον, doch Xen. hat κατακτανών An. 4, 8, 25, κατακτανεῖν 7, 6, 37, u. 1, 9, 6, wo Krüger κατέκανε lies't, haben viele mss. κατέκτανε, wie 1, 10, 7; Hom. auch κάκτανε, Il. 6, 164; ep. κατέκταν, 4, 319, κατέκτα, 2, 662, wie Aesch. Eum. 438; inf. κατα κτάμεναι, Hes. Sc. 453 κακτάμεναι, u. κατακτάμεν; κατακτάμενος, mit pass. Bdtg, Od. 16, 106; aor. pass. κατεκτάθην, davon κατέκταθεν, für κατεκτάθησαν, Il. 5, 558 u. öfter; fut. med. κατακτανέεσθε in pass. Bdtg 14, 481; – tödten, ermorden, im Kampf erlegen, erschlagen; Hom. u. Folgde überall; auch μῆλα, Od. 24, 66 u. sonst; perf. κατέκτονα Aesch. Eum. 557; in Prosa erst später recht gebräuchlich, wie bei Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

f. κατακτενῶ, ao. κατέκτεινα, ao.2 κατέκτανον, pf. κατέκτονα;
tuer, massacrer.
Étymologie: κατά, κτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κτείνω, poët. aor. κατέκταν, ep. aor. imperat. κάκτανε, inf. κατακτάμεν, ptc. κατακτάς, aor. pass. 3 plur. κατέκταθεν; ep. fut. κατακτανέω, doden.

Russian (Dvoretsky)

κατακτείνω: (aor. 1 κατέκτεινα, aor. 2 κατέκτανον, κάκτανον Soph. и κατέκτᾰν Hom., pf. κατέκτονα, эп. imper. κάκτανε, эп. inf. κατακτάμεν и κατακτάμεναι, тж. κακτάμεναι Hes.) убивать, умерщвлять (τινά Hom., Hes., Trag., Her., Xen., Plut.).

English (Autenrieth)

fut. κατακτενεἶ, 3 pl. -κτανέουσι, aor. 1 opt. κατακτείνειε, aor. 2 κατέκτανον, imp. κατάκτανε, κάκτανε, also κατέκταν, inf. -κτάμεν(αι), part. -κτάς, pass. aor. 3 pl. κατέκταθεν, mid. fut. κατακτανέεσθε, aor. part. κατακτάμενος: kill, slay; mid. w. pass. signif., Il. 14.481, Od. 16.106.

Greek Monolingual

κατακτείνω (Α)
1. φονεύω, σκοτώνω («τὴν μητέρ'... εἰ κατέκτονας», Αισχύλ.)
2. τραυματίζω σοβαρά, κακοποιώ («πληγαῑς ἱκαναῖς με κατέκτειναν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κτείνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

κατακτείνω: μέλ. -κτενῶ, Ιων. -κτᾰνῶ· Επικ. -κτᾰνέω· αόρ. αʹ κατέκτεινα, αόρ. βʹ κατέκτᾰνον, Επικ. προστ. κάκτανε, ποιητ. κατέκτᾰν, -ας, , Επικ. απαρ. κακτάμενοι, κατακτέμεν, μτχ. κατακτάς· παρακ. κατέκτονα — Παθ., Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία κατακτανέεσθε· αόρ. αʹ κατεκτάθην [ᾰ], γʹ πληθ. -θεν· μέσ. μτχ. κατακτάμενος (με Παθ. σημασίασκοτώνω, σφαγιάζω, δολοφονώ, σε Όμηρ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτείνω: μέλλ. -κτενῶ, Ἰων. -κτᾰνῶ, Ἐπικ. -κτᾰνέω, Ἰλ. Ζ. 409, κτλ.· ἀόρ. α' κατέκτεινα Ὅμ. (καθ’ ἁπάσας τὰς ἐγκλίσεις πλὴν τῆς ὁριστ.): ἀόρ. β' κατέκτᾰνον Ὅμ., κλ., Ἐπικ. προστ. κάκτανε Ἰλ. Ζ. 164, κάκτανον Σοφ. Ἀντ. 1140 (Ἕρμαν.): ποιητ. ἀόρ. β' κατέκτᾰν, ας, α, Ὅμ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 460, Ἀποσπ. 180, 222: Ἐπικ. ἀπαρ. κακτάμεναι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 453, κατακτάμεν Ἰλ. Ο. 557: μετοχ. κατακτὰς, Ἰλ., Τραγ.: πρκμ. κατέκτονα Αἰσχύλ. Εὐμ. 587. - Μέσ. μέλλ. ἐπὶ Παθ. σημασίας κατακτανέεσθε Ἰλ. Ξ. 481: ἀόρ. κατεκτάθην ᾰ, γ' πληθ. κατέκταθεν Ἰλ. Ε 558, κτλ.: μετοχ. μέσ. ἀορ. κατακτάμενος (ἐπὶ παθ. σημασίας) Ὀδ. Ξ. 106· ἀλλὰ τὸ καταθανεῖν εἶναι εὔχρηστον ὡς τὸ Παθ. τοῦ ῥήμ. τούτου (ἴδε κτείνω). Φονεύω, θανατώνω, ἐν τῇ μάχῃ ἀνθρώπους, συχν. αἱ φράσ., κατακτάμεναι μενεαίνων, κακτάμεναι μεμαώς, ἀλλὰ καί, μῆλα Ὀδ. Ω. 66, συχνὸν παρ’ Ὁμ. καὶ Τραγ. σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς Ἡρόδ. 2. 75, Ξεν. Ἱέρ. 6. 14., 7. 12, κτλ.

Middle Liddell

fut. -κτενῶ ionic -κτᾰνῶ epic -κτᾰνέω aor1 κατέκτεινα aor2 κατέκτᾰνον epic imperat. κάκτανε poet. κατέκτᾰν poet. κατέκτᾰς poet. κατέκτᾰ epic inf. κακτάμεναι epic inf κατακτέμεν part. κατακτάς perf. κατέκτονα mid fut κατακτανέεσθε [fut. mid. in pass. sense κατακτανέεσθε aor1 κατεκτάθην 3rd pl. κατεκτάθεν part. mid. κατακτάμενος part. mid. κατακτάμενος in pass. sense
to kill, slay, murder, Hom., Hdt.