προσπορισμός

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 779] ὁ, das Zuerwerben, das Zuerworbene, Sp., vom peculium der Sklaven.

Greek Monolingual

ο, Ν προσπορίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσπορίζω, η επί πλέον απόκτηση, η πρόσκτηση.