πρόσκτηση

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

η / πρόσκτησις, -ήσεως, ΝΑ προσκτῶμαι
1. πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση
2. επαύξηση τών υπαρχόντων, της περιουσίας, με νέα αποκτήματα
αρχ.
(σχετικά με ιδιότητες) πρόσφατη ή επί πλέον απόκτησηπρόσκτησις τῆς ἀρετῆς», Ιεροκλ.).