πρόσκτηση
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Greek Monolingual
η / πρόσκτησις, -ήσεως, ΝΑ προσκτῶμαι
1. πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση
2. επαύξηση τών υπαρχόντων, της περιουσίας, με νέα αποκτήματα
αρχ.
(σχετικά με ιδιότητες) πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση («πρόσκτησις τῆς ἀρετῆς», Ιεροκλ.).