προσράσσω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A dash against, ταῖς Σηπιάσι [ναῦς] Paus.8.27.14:— Pass., πέτραις -ραχθέντες D.S.31.45, v.l. in Ph.2.123.

German (Pape)

[Seite 779] att. -ττω, = προσρήσσω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσράσσω: προσαράττω, προσρήγνυμι, τί τινι Παυσ. 8. 27, 14.

Greek Monolingual

Α
χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή μεταβάλλοντάς το σε συντρίμμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥάσσω «χτυπώ»].