προσρήγνυμι
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
A dash or beat against, παιδία πέτραις J.AJ9.4.6.
II intr. in Act., προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ Ev.Luc.6.48.
III burst, τὰς φλέβας Aret.CA2.2.
German (Pape)
[Seite 779] (s. ῥήγνυμι), daran schlagen u. zerbrechen, Sp.
French (Bailly abrégé)
1 tr. briser contre, τινι;
2 intr. se briser contre, τινι.
Étymologie: πρός, ῥήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ρήγνυμι beuken tegen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσρήγνῡμι: (обо что-л.) разбиваться, т. е. обрушиваться с силой (προσέρ(ρ)ηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰχίᾳ NT).
Greek (Liddell-Scott)
προσρήγνῡμι: -ύω, καὶ παρὰ μεταγεν. -ρήσσω· μέλλ. -ρήξω· -Προσαράττω, κτυπῶ ἢ ῥίπτω τι μεθ’ ὁρμῆς ἐναντίον τινός, τινὰ πέτραις Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 6· τὸ παιδίον ὥσπερ σκάφος εἰς θηριώδη καὶ ἀσελγῆ πρσρῆξαι δίαιταν Κλήμ. Ἀλ. 130. - Παθ., κτυπῶ μεθ’ ὁρμῆς ἐναντίον τινός, ἐπὶ κυμάτων, προσρήσσεται Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 4 49. - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 48.
English (Strong)
from πρός and ῥήγνυμι; to tear towards, i.e. burst upon (as a tempest or flood): beat vehemently against (upon).
Greek Monolingual
ΜΑ, και προσρηγνύω Α
(αμτβ.) (για ποτάμι) χτυπώ με ορμή πάνω σε κάτι, προσκρούω σε κάτι («πλημμύρας δὲ γενομένης προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο μεταβάλλοντάς το σε συντρίμμια
2. διαρρηγνύω («προσρηγνύναι τὰς φλέβας», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥήγνυμι «σπάω, κομματιάζω»].
Greek Monotonic
προσρήγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ρήξω, χτυπώ και συντρίβω (αμτβ), προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
and -ύω fut. -ρήξω
to dash or beat against (intr.), προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ NTest.
Chinese
原文音譯:prosr»gnumi 普羅士-雷格匿米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向著-裂開
字義溯源:衝向前,突破,毀壞,沖,一沖;由(πρός)=向著)與(ῥάσσω / ῥήγνυμι / ῥήσσω)*=破裂)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 一沖(1) 路6:49;
2) 沖著(1) 路6:48