προυλέσι

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

πεζοῖς ὁπλίταις, Hsch.; cf. πρυλέες.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πεζοῑς ὁπλίταις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. —πιθ. βοιωτ. ή αιολ. — της δοτ. του τ. πρυλέες].