πεζοῖς ὁπλίταις, Hsch.; cf. πρυλέες.
Α(κατά τον Ησύχ.) «πεζοῖς ὁπλίταις».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. —πιθ. βοιωτ. ή αιολ. — της δοτ. του τ. πρυλέες].