προυλέσι

English (LSJ)

πεζοῖς ὁπλίταις, Hsch.; cf. πρυλέες.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πεζοῖς ὁπλίταις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. —πιθ. βοιωτ. ή αιολ. — της δοτ. του τ. πρυλέες].