πρυλέες
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
έων, οἱ,
A men-at-arms, soldiers, αὐτοὶ δὲ π. σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, opp. chiefs fighting from chariots, Il.11.49; πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι 21.90; Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων 15.517; κυνέην.. ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν 5.744; Ἄρης.. πρυλέεσσι κελεύων Hes.Sc.193: dat. pl. (Boeot. or Lacon.) προυλέσι (q.v.).
2 later as adjective, close, in masses, like foot-soldiers, Opp.C.3.125.
German (Pape)
[Seite 801] οἱ, die schwerbewaffneten Krieger zu Fuße, vgl. Schol. Il. 11, 49. 12, 77, wo es als Gegensatz der Wagenkämpfer heißt αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες u. Herm. es durch πρόμαχοι erklärt (vgl. das Folgende); ἡγεμόνα πρυλέων, Il. 15, 517; τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δαμάσσας, 21, 90; als Gegensatz des vom Wagen herabkämpfenden Heerführers, Hes. Sc. 193. Von dem Helm der Athene heißt es κυνέην ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν, Il. 5, 743, nach Einigen für hundert Kämpfer passend, nach Andern, wie ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα, mit hundert Figuren von Streitern versehen, geschmückt. In Ep. ad. 596 (App. 134) stehen neben einander ὁπλιτῶν, πρυλέων, κρατερῶν πάλιν ἱπποκορυστῶν. Bei Opp. Cyn. 3, 124 adj., dichtgedrängt.
French (Bailly abrégé)
έων (οἱ) :
fantassins pesamment armés.
Étymologie: DELG étym. obscur ; pê égéen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρυλέες -έων, οἱ voetsoldaten.
Russian (Dvoretsky)
πρῠλέες: έων οἱ (dat. πρύλεσσι и πρυλέεσσι) передовые тяжеловооруженные пехотинцы Hom., Hes.
English (Autenrieth)
dat. πρυλέεσσι: heavyarmed foot-soldiers (= ὁπλιται), Il. 11.49, Il. 12.77, Il. 15.517, Il. 5.744.
Greek Monolingual
-έων, οἱ, Α
1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους
2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση της λ. με την πρόθεση πρό ή με τη λ. πρύτανις, στην οποία θα μπορούσε πιθ. να μας οδηγήσει η υπόθεση ότι ο τ. πρυλέες χρησιμοποιείται και με σημ. ανάλογη με αυτήν της λ. πρό-μαχοι].
Greek Monotonic
πρῠλέες: -έων, οἱ, οπλισμένοι πεζοί οπλίτες, αντίθ. προς τους άρχοντες που μάχονται από τα άρματα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
πρῠλέες: έων, οἱ, πεζοὶ ὁπλῖται, αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τοὺς μαχομένους ἀπὸ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Λ. 49, Μ. 77· Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων Ο. 517· Ἄρης... πρυλέεσσι κελεύων Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 193· - ὁ Ἕρμανν. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = πρόμαχοι (πρβλ. πρύτανις), Πονημ. 4. 286-291· καὶ τὸ ἐν Ἰλ. Φ. 90 (πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι) ὑποστηρίζει μέχρι τινὸς τὴν ἑρμηνείαν ταύτην. 2) παρὰ μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κατὰ πλήθη, πυκνοί, πάμπολλοι, ὡς οἱ πεζοὶ στρατιῶται, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 124. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Frisk Etymological English
-έων
Grammatical information: m. pl.
Meaning: heavily armed foot-soldiers (Il., Hes. Sc. 193, Gortyn.), metaph. of birds (Opp.); προυλέσι πεζοῖς ὁπλίταις H.
Derivatives: Beside it πρύλις f. (Cretan) weapon-dance (Call.; after Arist. fr. 519 Cypr. or Cret.); πρυλεύσεις ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῳ̃ ἱερεῖ H. -- How πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] or -λύς [Schwyzer 572]) and πρύλις are formally and semantically related, is unclear. After Leumann Hom. Wörter 286 f. Cret. πρύλις would have arisen through false interpretation of ep. πρυλέες; against this Ruijgh L'élém. ach. 96 f. (w. lit.). From πρύλις in any case *πρυλεύω to perform a π., with πρυλεύσεις f. pl. H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: How πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] or -λύς [Schwyzer 572]) and πρύλις are formally and semantically related, is unclear. After Leumann Hom. Wörter 286 f. Cret. πρύλις would have arisen through false interpretation of ep. πρυλέες; against this Ruijgh L'élém. ach. 96 f. (w. lit.). From πρύλις in any case *πρυλεύω to perform a π., with πρυλεύσεις f. pl. H. -- Etymolog. unclear. Superseded hypothesis in Bq. If prop. champions (Vorkämpfer) (cf. Trümpy Fachausdrücke 178 f.), perhaps cognate with πρύτανις (Misteli KZ 17, 174; cf. Bechtel Lex. s. διαπρύσιος)?; improbable. -- The word may well be Pre-Greek. Note the form προυλέσι.
Middle Liddell
men-at-arms, foot-soldiers, opp. to chiefs fighting from chariots, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
πρυλέες: -έων
{prulées}
Grammar: m. pl.
Meaning: schwerbewaffnete Krieger zu Fuß (Il., Hes. Sc. 193, gortyn.), übertr. von Vögeln (Opp.); προυλέσι· πεζοῖς ὁπλίταις H.
Derivative: Daneben πρύλις f. ‘(kretischer) Waffentanz’ (Kall.; nach Arist. Fr. 519 kypr. od. kret.); πρυλεύσεις· ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῳ̃ ἱερεῖ H. — Wie sich πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] od. -λύς [Schwyzer 572]) und πρύλις formal und semantisch zueinander verhalten, bleibt unklar. Nach Leumann Hom. Wörter 286 f. wäre kret. πρύλις durch falsche Umdeutung von ep. πρυλέες entstanden; dagegen Ruijgh L’élém. ach. 96 f. (m. Lit.). Von πρύλις jedenfalls *πρυλεύω ‘eine π. aufführen’, wozu πρυλεύσεις f. pl. H.
Etymology: Etymologisch dunkel. Überholte Hypothesen bei Bq. Wenn eig. Vorkämpfer (vgl. Trümpy Fachausdrücke 178 f.), vielleicht mit πρύτανις verwandt (Misteli KZ 17, 174; vgl. Bechtel Lex. s. διαπρύσιος)?
Page 2,605