προσωπιάς

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A v. προσώπιον.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
το ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. -ιάς (πρβλ πλευρ-ιάς), λόγω του άνθους του φυτού που μοιάζει με πρόσωπο].