προσωπιάς Search Google

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωπιάς Medium diacritics: προσωπιάς Low diacritics: προσωπιάς Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΑΣ
Transliteration A: prosōpiás Transliteration B: prosōpias Transliteration C: prosopias Beta Code: proswpia/s

English (LSJ)

v. προσώπιον.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
το ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. -ιάς (πρβλ πλευρ-ιάς), λόγω του άνθους του φυτού που μοιάζει με πρόσωπο].