Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Full diacritics: προσωπιάς | Medium diacritics: προσωπιάς | Low diacritics: προσωπιάς | Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΑΣ |
Transliteration A: prosōpiás | Transliteration B: prosōpias | Transliteration C: prosopias | Beta Code: proswpia/s |
v. προσώπιον.
-άδος, ἡ, Α
το ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. -ιάς (πρβλ πλευρ-ιάς), λόγω του άνθους του φυτού που μοιάζει με πρόσωπο].