προφέριστος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A surpassing, excellent, Dioscorus in PLit.Lond. 100 C1.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
αυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].