A escape secretly before, Suid.s.v. διώκειν.
[Seite 795] (s. φεύγω), vorher heimlich fliehen, Suid. v. διώκειν.
προϋποφεύγω: φεύγω κρυφίως πρότερον, Σουΐδ. ἐν λ. διώκειν.
Α ὑποφεύγωφεύγω κρυφά προηγουμένως.