ὑποφεύγω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφεύγω Medium diacritics: ὑποφεύγω Low diacritics: υποφεύγω Capitals: ΥΠΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypopheúgō Transliteration B: hypopheugō Transliteration C: ypofeygo Beta Code: u(pofeu/gw

English (LSJ)

Ion. Iterat. ὑποφεύγεσκε v.l. in Hdt.2.174:—
A flee from under, shun, τινα Il.22.200, E.El.1343 (anap.); φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Il.21.57; ὑ. τὸν πλοῦν withdraw from, endeavour to evade, Th. 4.28.
II abs., retire a little, withdraw, Hdt.4.111,120, Th.3.97; evade, Pl.Lg.762b.
2 of land, recede, Peripl.M.Rubr.26.
3 pass under or through, τὴν λῆξιν καὶ τὴν αὔξησιν δι' ἧς ὑ. ἡ φύσις Zos.Alch.p.108B.

French (Bailly abrégé)

fuir secrètement, s'esquiver : τινα IL échapper à qqn ; τι à qch (à un danger, etc.).
Étymologie: ὑπό, φεύγω.

German (Pape)

(φεύγω), darunter od. heimlich entfliehen, entrinnen, τινά, Il. 22.200; Eur. El. 1343; τί, Her. 2.174, l.d.; Thuc. 3.97, 4.28; Plat. Rep. IV.422c; Folgde.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφεύγω:
1 убегать, ускользать Hom.: ὑ. τινά (τι) Hom., Eur., Thuc. бежать от (избегать) кого(чего)-л.;
2 отходить, отступать, уклоняться (μάχεσθαι μὲν μή, ὑ. δέ Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφεύγω: μέλλ. -ξομαι, ἐκφεύγω, κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· οἷον δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον ἀπομακρύνομαι, Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β.

English (Autenrieth)

flee before, escape by flight, Il. 22.200†.

Greek Monolingual

Α φεύγω
1. διαφεύγω, κατορθώνω να ξεφύγω
2. αποσύρομαι, απομακρύνομαι.

Greek Monotonic

ὑποφεύγω: μέλ. -ξομαι,
I. ξεφεύγω κρυφά, κατορθώνω να ξεφύγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· αποσύρω από, προσπαθώ να αποφύγω κάτι, σε Θουκ.
II. απόλ., αποσύρομαι για λίγο, λιγάκι, απομακρύνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

fut. ξομαι
I. to flee from under, shun, Il., Eur.: to withdraw from, endeavour to evade, Thuc.
II. absol. to retire a little, withdraw, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

effugere, to escape, 2.90.5, 3.97.2, 7.75.5,
subterfugere, to escape secretly, 4.28.3.