προφύομαι

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.,

   A to be born before, ὃς προὔφυ πατήρ S.Aj.1291; προπεφυκυῖα φλεγμονή previously existing, Gal.18(2).642.

Greek (Liddell-Scott)

προφύομαι: παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., φύομαι, γεννῶμαι πρότερον, ὃς προὔφει πατὴρ Σοφ. Αἴ. 1291.

Greek Monolingual

Α φύομαι
1. γεννιέμαι πριν από κάποιον άλλο («ὅς προύφυ πατήρ», Σοφ.)
2. εμφανίζομαι προηγουμένως («προπεφυκυῑα φλεγμονή», Γαλ.).