πρωρεύς

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

German (Pape)

[Seite 804] ὁ, = πρωράτης; Xen. An. 5, 8, 20 Dem. 32, 7 u. Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πρωρέας Ν
νεοελλ.
ναυτ. ο ναύκληρος, κν. λοστρόμος,
μσν.
(στο Βυζάντιο) ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη πλοίου αξιωματικός, ύπαρχος
αρχ.
1. ναυτ. αμέσως μετά από τον κυβερνήτη αξιωματικός ο οποίος διηύθυνε τους χειρισμούς του πλοίου στην πλευρά της πρώρας («τὸν δὲ τοῡ κυβερνήτου διάκονον, ὅς πρωρεὺς τῆς νεὼς καλεῑται», Ξεν.)
2. (ως κύριο ον.) Πρωρεύς
όνομα ενός από τους Φαίακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + κατάλ. -εύς].