το, Ν
1. η πλάγια όψη, η κατατομή του προσώπου
2. το σύνολο τών βασικών χαρακτηριστικών ατόμου, κόμματος, τύπου ανθρώπου, τεχνικής κατασκευής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. profil < ιταλ. profilo < ιταλ. profilare «σχεδιάζω την πλάγια όψη προσώπου» (< λατ. pro + υστερολατ. filo «κλώθω»)].