πρωτόκαρπος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A yielding the first harvest, Ἀτθίς Limen.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καρπός].