ον,
A yielding the first harvest, Ἀτθίς Limen.12.
-ον, Ααυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καρπός].