πρωτόκαρπος

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόκαρπος Medium diacritics: πρωτόκαρπος Low diacritics: πρωτόκαρπος Capitals: ΠΡΩΤΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: prōtókarpos Transliteration B: prōtokarpos Transliteration C: protokarpos Beta Code: prwto/karpos

English (LSJ)

πρωτόκαρπον, yielding the first harvest, Ἀτθίς Limen.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καρπός].