πυξινόπους

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A with feet of box-wood, κλίνη Roussel Cultes Egyptiens 221 (Delos, ii B.C.).

Greek Monolingual

-ουν, Α
(για έπιπλο) αυτός που έχει πόδια από ξύλο πύξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξινος + πούς, ποδός].