έπιπλο
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
το (Α ἔπιπλον)
κινητό αντικείμενο που κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο, μέταλλο, πλαστικό, μάρμαρο, γυαλί, ύφασμα κ.λπ. και χρησιμοποιείται για ποικίλες χρήσεις και λειτουργίες ή για συμπλήρωση και στολισμό του εσωτερικού της ανθρώπινης κατοικίας, γραφείων, δωματίων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επι-πλ-ον, με τη μηδενισμένη βαθμίδα -πλ- της ρ. πελ- (πρβλ. πέλομαι). Στην Αρχαία η λ. μαρτυρείται κανονικώς στον πληθυντικό, σπανίως στον ενικό, σήμαινε δε αρχικά τα «σκεύη που μπορούν να μετακινούνται» και, κατ’ επέκταση, την «κινητή περιουσία» (αντίθετα προς τη λ. έγγεια = ακίνητη περιουσία). Η σύνδεση της λ. με τον τ. επιπολή «επιφάνεια», αν ευσταθεί, θα έδινε ως αρχική τη σημασία «αυτά που βρίσκονται στην επιφάνεια». Ο τ. επίπλοα, που μαρτυρείται από τον Ηρόδοτο, είναι προϊόν παρετυμολογίας από το απαρμφ. επιπλείν (επιπλέω). Ο νεοελλ. τ. έπιπλο, έπιπλα χρησιμοποιείται για να δηλώσει κυρίως τα κινητά σκεύη στο εσωτερικό της κατοικίας].