πυκνοπνεύματος
English (LSJ)
ον,
A having rapid respiration, Hp.Epid.6.4.4.
German (Pape)
[Seite 815] dicht od. häufig athmend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνοπνεύματος: -ον, πυκνὰ ἀναπνέων, «κοντοανασαίνων», Ἱππ. 1179H.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ταχεία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πνεῦμα, -ατος (πρβλ. απο-πνεύματος)].