πυκνοπνεύματος

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον,

   A having rapid respiration, Hp.Epid.6.4.4.

German (Pape)

[Seite 815] dicht od. häufig athmend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνοπνεύματος: -ον, πυκνὰ ἀναπνέων, «κοντοανασαίνων», Ἱππ. 1179H.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ταχεία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πνεῦμα, -ατος (πρβλ. απο-πνεύματος)].