πτεροφυΐα

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ἡ,

   A growing feathers, Hierocl.in CA26p.479M.

German (Pape)

[Seite 809] ἡ, das Federn od. Flügel Bekommen, Hierocles.

Greek (Liddell-Scott)

πτεροφυΐα: ἡ, τὸ φύτρωμα τῶν πτερῶν, Ἱεροκλ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πτεροφυής
η έκφυση φτερών, ο σχηματισμός φτερώματος.