πυροστιά
Greek Monolingual
η, Ν
1. είδος τριγωνικού ή κυκλικού μεταλλικού τρίποδα κατάλληλου να υποβαστάζει χύτρα ή λέβητα πάνω σε φωτιά, αλλ. πυροστάτης
2. κάμινος με πυροστάτη
3. ως κύριο όν. η Πυροστιά
ονομασία του αστερισμού του Ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. πυροστιά προέρχεται από το αρχ. πυρεστία, ενώ κατ' άλλους, από συμφυρμό τών πυροστάτης και παρεστία].