πυρίφατος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ον, (

   A θείνω 11) slain by fire, A.Supp. 633 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 823] vom Feuer zerstört, πὁλις, Aesch. Suppl. 627.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίφᾰτος: -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταστράφηκε από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ-/φ-
βλ. λ. θείνω), πρβλ. δουρί-φατος].