πωλοδαμαστής

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= πωλοδάμνης, PMich.Zen.71.4 (iii B.C.), D.S.17.76.

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, der Bändiger eines Fohlens, wie πωλοδάμνης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πωλοδαμᾰστής: -οῦ, ὁ, = πωλοδάμνης, Διόδ. 17. 26· ― ἡ πωλοδαμαστική, = ἡ πωλοδαμνική, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λέξ. Ἄχναι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πωλοδάμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + δαμαστής (< δαμάζω)].