ῥαβδεύομαι

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A angle as with a rod, v. ῥαβδίον 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδεύομαι: ἀποθ., ἐπὶ ἰχθύος, συλλαμβάνω μικροὺς ἰχθῦς διὰ τῶν ῥαβδίων, ἤτοι τῶν πλοκάμων τοῦ στόματός μου, ἴδε ῥαβδίον 2.

Greek Monolingual

Α ῥάβδος
(αποθ.) (για ψάρι) συλλαμβάνω μικρά ψάρια με τα ραβδία, δηλαδή με τους μικρούς πλοκάμους του στόματός μου.