ῥαβδίον
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
τό, Dim. of ῥάβδος,
A little rod or shoot, Thphr. HP 3.17.6, Dsc.1.14; the wand of Hermes, Babr.117.9, Arr.Epict.3.20.12; ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι, of horses, Str.17.3.7.
b divining-rod, LXX Ez.21.21 (26)(cod. A).
2 barbel or filament appended to the lips of certain fishes, which are said ῥαβδεύεσθαι τοῖς ἐν τῷ στόματι, ἃ καλοῦσιν οἱ ἁλιεῖς ῥαβδία Arist.HA620b32.
3 iron stile, used in encaustic painting, Plu.2.568a, Ath.15.687b.
4 ῥαβδία ἀκοντίων perhaps javelin shafts, BCH35.16 (Delian inventory).
5 teacher's pointer (or = ῥάβδος 1.7), Eudem. ap. Simp.in Ph.732.32.
II = ἅλιμον, Ps.-Dsc.1.91.
German (Pape)
[Seite 829] τό (ῥάβδιον ist falscher Accent), dim. von ῥάβδος, – 1) Rüthchen, Stäbchen; B. A. 61, 33; Arist. H. A. 9, 37. – 2) bes. ein Eisenstiftchen, dessen sich die Maler bedienten, nachdem sie es glühend gemacht hatten, das Wachs der enkaustischen Malerei damit einzubrennen, veruculum, Tim. lex. Plat. v. χραίνειν; διάπυρον, Plut. de S. N. V. a. E.; vgl. Ath. XV, 687 b. – 3) Streifchen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite baguette, particul. caducée d'Hermès;
2 petite tige de fer pour étendre de l'encaustique sur les tableaux.
Étymologie: dim. de ῥάβδος.
Russian (Dvoretsky)
ῥαβδίον: τό
1 палочка, жезл Babr.;
2 железный штифт (для восковой живописи) Plut.;
3 отросток, шип (под нижней губой у некоторых рыб) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾱβδίον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥάβδος, μικρὰ ῥάβδος ἢ κλαδίσκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, β· τὸ τοῦ Ἑρμοῦ κηρύκειον, Βαβρ. 117. 9, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 12· ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι, ἐπὶ ἵππων, Στράβ. 828. 2) ῥαβδία, πλοκαμίσκοι τινὲς περὶ τὸ στόμα ἰχθύων τινῶν, δι’ ὧν οὗτοι ἀγρεύουσι μικροτέρους ἰχθῦς, εἶτα ῥαβδεύεται τοῖς ἐν τῷ στόματι, ἃ καλοῦσιν οἱ ἁλιεῖς ῥαβδία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 5. 3) καρφίς τις ἐκ σιδήρου ἢ ὀξὺ σιδήριον οὗ χρῆσιν ἐποιοῦντο ἐν τῇ ἐγκαυστικῇ τέχνῃ, Λατ. veruculum, Πλουτ. 2. 568Α, πρβλ. Ἀθήν. 687Β. ΙΙ. = ἅλιμος, θάμνος ὅμοιος ῥάμνῳ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 1. 120.
Greek Monotonic
ῥαβδίον: τό, υποκορ. του ῥάβδος, μικρή ράβδος, ραβδάκι, σε Βάβρ.