πωγωνιάτης

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,= πωγωνίτης, epith. of Zeus, in Ion. form πωγων-ιήτης, EM698.8, Suid.

German (Pape)

[Seite 826] ὁ, ion. πωγωνιήτης, bärtig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πωγωνιάτης: [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = πωγωνίτης, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α
(ως προσωνυμία του Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ιάτης (πρβλ. λειμων-ιάτης)].