πωγωνιάτης
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, = πωγωνίτης, epithet of Zeus, in Ion. form πωγων-ιήτης, EM698.8, Suid.
German (Pape)
[Seite 826] ὁ, ion. πωγωνιήτης, bärtig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πωγωνιάτης: [ᾱ], -ου, Ἰων. -ήτης, ὁ, = πωγωνίτης, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μέγ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α
(ως προσωνυμία του Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ιάτης (πρβλ. λειμωνιάτης)].