ρασοφόρος

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο(ν) Ν
1. εκείνος που φοράει ράσο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ρασοφόροι
α) (καν. δίκ.) δόκιμοι μοναχοί που έχουν διανύσει το μεγαλύτερο στάδιο της δοκιμασίας και ενδύονται μετά από ιδιαίτερη εκκλησιαστική ακολουθία το ράσο, χωρίς να δίνουν καμιά μοναχική υπόσχεση, οι οποίοι όμως οφείλουν να τηρούν εκτός τών μοναστηριακών κανόνων και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις μοναχικές υποσχέσεις
β) οι μαθητές της Ριζαρείου και άλλων εκκλησιαστικών σχολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράσο + -φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Ιω. Βηλαρά].