ῥητορίσκος
English (LSJ)
ὁ, contemptuous Dim. of ῥήτωρ, 'spouter', PUniv.Giss.20 ii 14 (ii A.D.); in Lat. form, Gell.17.20.4.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητορίσκος: ὑποκορ. τοῦ ῥήτωρ, μικρός, ἄσημος ῥήτωρ, Α. Gel. XVII, 20, 4.
Greek Monolingual
ό / ῥητορίσκος, ΝΑ ῥήτωρ, -ορος]
(υποκορ. τ.) μικρός, ασήμαντος ρήτορας.