ρινορραγία

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. επίσταξη, αιμορραγία της μύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhagia (< ῥίς, ῥινός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. μητρο-ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Φλωρά].