επίσταξη

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

η (AM ἐπίσταξις) επιστάζω
1. αιμορραγία της μύτης
2. το να στάζει, να ρίχνει κανείς υγρό σε μια επιφάνεια στάλα στάλα.