το / ῥιζάριν, ΝΜτο γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ρουβία η βαφική, αλλ. λιζάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα (πρβλ. αρχ. ῥιζιόν), άλλη ονομασία του φυτού αλιζάρι (βλ. λ. αλιζάρι)].