ριψόφθαλμος
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αυτός που κοιτά με πόθο ή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].
-ον, ΜΑ
αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αυτός που κοιτά με πόθο ή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].