ῥινοτόρος

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ον, (ῥινός)

   A hide-piercing, shield-piercing, of Ares, Il.21.392, Hes.Th.934; θύρσος Nonn.D.45.288, etc.

German (Pape)

[Seite 844] die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνοτόρος: -ον, (ῥινὸς) ὁ διατρυπῶν δέρματα, διατρυπῶν ἀσπίδας, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Φ. 392, Ἡσ. Θ. 934· θύρσος Νόνν. Δ. 45. 288, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perce le cuir des boucliers.
Étymologie: ῥινός, τείρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -τόρος (< θ. τορ- του αορ. τορ-εῖν του τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκό-τορος].