Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο / ροδάτος, -η, -ον, ΝΜρόδινος, με το χρώμα του ρόδου («ἐφίλει χείλη κόκκινα μὲ μάγουλα ροδάτα», Διγ. Ακρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -άτος (πρβλ. μυρωδ-άτος, χιον-άτος)].