ροδάτος

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

-η, -ο / ροδάτος, -η, -ον, ΝΜ
ρόδινος, με το χρώμα του ρόδου («ἐφίλει χείλη κόκκινα μὲ μάγουλα ροδάτα», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -άτος (πρβλ. μυρωδάτος, χιονάτος)].