ρόδινος

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥόδινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ νεοελλ.
1. ο ευοίωνος, ο αίσιος (α. «ρόδινες προοπτικές» β. «η κατάσταση δεν είναι ρόδινη»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ρόδινο
το χρώμα του ρόδου, το τριανταφυλλί, το ροζ
3. φρ. «τά βλέπει όλα ρόδινα» — είναι υπερβολικά αισιόδοξος
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει το χρώμα του ρόδου, ο τριανταφυλλής'
αρχ.
φτειαγμένος από τριαντάφυλλα (α. «ῥόδινος στέφανος», Ανακρ. β. ῥόδινον μύρον», Κηφισσόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].