ρόδινος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥόδινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ νεοελλ.
1. ο ευοίωνος, ο αίσιος (α. «ρόδινες προοπτικές» β. «η κατάσταση δεν είναι ρόδινη»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ρόδινο
το χρώμα του ρόδου, το τριανταφυλλί, το ροζ
3. φρ. «τά βλέπει όλα ρόδινα» — είναι υπερβολικά αισιόδοξος
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει το χρώμα του ρόδου, ο τριανταφυλλής'
αρχ.
φτειαγμένος από τριαντάφυλλα (α. «ῥόδινος στέφανος», Ανακρ. β. ῥόδινον μύρον», Κηφισσόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].