-ουν και ῥοδόπνοος, -ον, Ααυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρό-πνους, ολιγό-πνους].