ρουθούνι
Greek Monolingual
το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ
καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος της μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ' ἀρθούνια μου στὴν στράταν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «έχει γερό (ή καλό) ρουθούνι» — έχει καλή όσφρηση
2. «μού μπαίνει στο ρουθούνι» — με ενοχλεί πάρα πολύ
3. «δεν έμεινε ρουθούνι» — δεν σώθηκε κανένας, πέθαναν ή σκοτώθηκαν όλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. ῥωθώνιον, υποκορ. του ῥώθων, με κώφωση τών -ω- σε -ου- (πρβλ. σάπων: σαπούνι)].